ανέψανος

ανέψανος
ος , ον см. ανέψητος 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανέψανος" в других словарях:

  • ανέψανος — η, ο (Α ἀνέψανος, ον) νεοελλ. ο μη βραστερός, αυτός που βράζει δύσκολα (κυρίως για όσπρια) αρχ. ο ακατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί στο μαγείρεμα (για υφάλμυρο νερό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εψανός < έψω «ψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • ἀνέψανα — ἀνέψανος bad for cooking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»